Ήταν ένας παλιατζής στη Νέα Υόρκη
Ήταν ένας παλιατζής στη Νέα Υόρκη. Κάθε μέρα γυρνούσε στους δρόμους και διαλαλούσε την πραμάτεια του. Μια μέρα περνάει κάτω από ένα ουρανοξύστη. Τον βλέπει μια γριά και του φωνάζει «Παλιατζή, παλιατζή ανέβα πάνω». Πάει να ανεβεί αυτός, αλλά ήταν το ασανσέρ χαλασμένο και η γριά έμενε στον 124ο όροφο. Τι να κάνει ο παλιατζής, ανεβαίνει με τα πόδια. Ανέβαινε, ανέβαινε, τελικά έφτασε στο διαμέρισμα της γριάς. «Τι θέλεις?», λέει στη γριά «Τώρα δε θέλω τίποτα, το μετάνιωσα», του λέει η γριά Μέσα στη τσατίλα ο παλιατζής σηκώνεται και φεύγει βρίζοντας. Μετά από μερικές μέρες περνάει πάλι από τον ίδιο ουρανοξύστη και του λέει να ανέβει πάνω κάποιος γέρος. Πάλι χαλασμένο ήταν το ασανσέρ και ανέβηκε με τα πόδια. Φτάνει στο διαμέρισμα και του λέει ο γέρος: «Είδες πουστιά που σου κανε η γριά?»
Να με φτιάξεις και να με ξενερώσεις ταυτόχρονα
– Πάω στοίχημα ότι δεν μπορείς να μου πεις κάτι που να με φτιάξεις και να με ξενερώσεις ταυτόχρονα.
– Τον έχεις πολύ μεγαλύτερο από τον υδραυλικό.
Κάθε μεγάλος έρωτας έρχεται και τελείωνει
Κάθε μεγάλος έρωτας έρχεται και τελείωνει
ωσάν το χιόνι που ‘ρχεται ο ήλιος και το λιώνει
Είναι στο σαλόνι του σπιτιού μια γυναίκα με το γείτονα της
Είναι στο σαλόνι του σπιτιού μια γυναίκα με το γείτονα της.
Κάποια στιγμή γυρνάει και λέει η γυναίκα στον γείτονα :
– Σε μια ώρα έρχεται ο άντρας μου!
– Ε και τι πειράζει; Δεν κάνουμε τίποτα κακό.
– Για αυτό στο λέω…