Ακολασία

Σ’ έναν καινούριο μοναχό έχει ανατεθεί να βοηθάει άλλους παλιότερους ν’ αντιγράφουν με το χέρι παλιά κείμενα. Πρόσεξε λοιπόν ο νέος πώς όλοι αντέγραφαν από αντίγραφα και όχι απ’ τα πρωτότυπα χειρόγραφα κι επειδή αυτό τού κάνε εντύπωση , πήγε στον ηγούμενο και το σχολίασε :
» Δε σκεφτήκατε ποτέ , Aγιε πατέρα , πως αν κάποτε είχε γίνει ένα λάθος στην αντιγραφή , θα κρατήθηκε για αιώνες όταν εμείς αντιγράφουμε σταθερά από αντίγραφα ; » Ο ηγούμενος προβληματίστηκε και είπε ότι θα πάει στα βαθιά υπόγεια του μοναστηριού να ελέγξει τα χειρόγραφα με βάση τα πρωτότυπα. Και χάθηκε Μετά από κάτι μέρες , όταν πια πήγαν να τον ψάξουν , άκουσαν κλάματα απ’ το κελί που ήταν κλεισμένος » Τι συμβαίνει , Aγιε πατέρα ; » , μπήκαν και ρώτησαν ταραγμένοι Κι εκείνος , τραβώντας τα μαλλιά του και σπαράζοντας στο κλάμα : » Ακολασία ήταν η λέξη ! Ακολασία ! Όχι αγαμία ! » .