Το Κρητικό χελωνονιτζάκι
Περπατούσε μια γριούλα στο δρόμο με τη τσάντα της στο χέρι. Ξαφνικά εκεί που προχωρούσε η καημένη στο δρόμο της, βγαίνει ένας τσαντάκιας και της βουτάει τη τσάντα, με όλα της τα λεφτά μέσα. Όμως, ο τσαντάκιας δεν προλαβαίνει να κάνει ένα βήμα και πετάγεται από ένα θάμνο εκεί δίπλα ένας πράσινος μασκοφόρος και με ένα αριστερό κροσέ, τον σωριάζει κάτω και δίνει τη τσάντα στη γριούλα. Τότε η γριούλα αρχίζει να τον ευλογεί: – «Ευχαριστώ παιδάκι μου. Να `σαι καλά. Πες μου το όνομα σου καλέ μου άνθρωπε.» – «Με λένε Χελωνονιτζάκι, γιαγιούλα.» – «Α, ωραία. Και εγώ από την Κρήτη είμαι σύντεκνε.»
Η μαζώχα
Πάει ένας σε ένα μπουρδέλο πολυτελείας και ζητάει απο την ρεσεψιονίστ την πιο μαζόχα που υπάρχει στο κτίριο. Του δείχνει προσπέκτους, άλμπουμ, του λέει τιμές αλλά αυτόν το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να είναι η πιο μαζόχα που υπάρχει. Με τα πολλά πληρώνει και ανεβαίνει στο δωμάτιο που του είπε. Μπαίνει μέσα βλέπει ένα δίμετρο άγγελο τον οποίο διατάζει να γδυθεί γρήγορα και να πάει στο μπάνιο, πράγμα που έγινε. Της λέει: «ανοιγόκλεινε το ντους και λέγε πω πω βροχή θεέ μου». Μετά είκοσι λεπτά της λέει: «Αναβόσβηνε το φως και λέγε πω πω αστραπές θεέ μου» και μετά από είκοσι λεπτά της λέει: «Τράβα και το καζανάκι και λέγε πω πω βροντές θεέ μου». Εκεί λοιπόν που έχει ξεθεωθεί η γκόμενα τον ρωτάει: «Τι θα γίνει ρε φίλε θα γαμήσεις;» Και αυτός απαντάει: «Σοβαρολογείς, με τέτοιο καιρό;»
Ισιωσα τα μαλλακια μου μηπως και με προσεξει
Ισιωσα τα μαλλακια μου μηπως και με προσεξει
μα βγηκα και κατσαρωσαν γιατι αρχισε να βρεχει.