Σε μια φωτογραφία σου στέκω και κουβεντιάζω
Σε μια φωτογραφία σου στέκω και κουβεντιάζω
μιλώ τση μα δε μου μιλεί και βαριαναστενάζω
Σε μια φωτογραφία σου στέκω και κουβεντιάζω
μιλώ τση μα δε μου μιλεί και βαριαναστενάζω
Εντάκαρα να σ’ αρνηθώ μα δεν το κατορθώνω
και σαν το χιόνι που λιαστεί έβαλ’ αρχή και λιώνω.
Ποιός χωρισμός είναι καλός για δεν τονε κατέχω
και προπαντός τση μάνας μου που από καιρό δεν έχω
Τη μεγαλύτερη χαρά μπορούσε να μου δώσει
μ’ αφού δεν είχε όρεξη κιανείς μην τη μαλώσει
Θα τηνε κόψω την κλωστή μα έτσι κι αλλιώς θα σπάσει
θαρρώ πως είναι πια καλά κιανείς να σου ξεχάσει.
Δυο κηπουροί σ’ ένα μπαξέ δεν κάνουνε κερά μου
μισεύγω και χαλάλι σου τα μεροκάματά μου
Τέσσερις μήνες χωριστά μικιό κοπελιδάκι
και συμπληρώνομαι κι οι δυο οχτώ μηνώ μεράκι
Στον τόπο απού εσμίγαμε άσπρο μου σιμιγδάλι
πέρασα κι αναστέναξα κι εγίνηκα καψάλι
Στον τόπο που εσμίγαμε πάω μα δε σε βρίνω
και κάνω την αγάπη μας τσιγάρο και το πίνω
Κάτι μου λέει μέσα μου πως δεν ξαναγυρίζει
μα όσο ζει ο άνθρωπος δεν παύει να ελπίζει