Το δώρο
Κάπου σε μια επαρχιακή πόλη ήταν ένα δημοτικό σχολείο με μια καλή δασκάλα που την αγαπούσαν πολύ όλα τα παιδιά. Στο τέλος της κάθε χρονιάς υπήρχε η παράδοση κάθε παιδάκι να φέρνει κι από ένα δώρο στη δασκάλα για να την ευχαριστήσει. Έτσι την τελευταία μέρα πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές είχαν έλθει όλα τα παιδάκια με ένα πακέτο στα χέρια τυλιγμένο. Πρώτος έδωσε το δώρο του ο Γιωργάκης που ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο κουτί. – «Γλυκά μου έφερες Γιωργάκη μου;», του είπε η δασκάλα που ήξερε ότι ο πατέρας του είχε ζαχαροπλαστείο. – «Πράγματι είναι μια τούρτα. Είστε πολύ έξυπνη κυρία», απάντησε έκπληκτος ο μικρός. Το επόμενο δώρο το έφερε η κόρη του ανθοπώλη και ήτανε ένα μακρόστενο ελαφρύ κουτί. – «Λουλούδια είναι Μαρία; Σε ευχαριστώ να σαι καλά!», ξανά μάντεψε σωστά η δασκάλα. Στη συνέχεια ο μικρός Πετράκης που ο πατέρας του είχε κάβα, της έδωσε ένα μεγαλούτσικο δέμα με κάπως ατσούμπαλο σχήμα. – «Σαμπάνια δεν είναι;», ξανά μάντεψε η δασκάλα που διασκέδαζε ιδιαίτερα με αυτό το παιχνίδι. Το παιδάκι όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κάνοντας ένα παιχνιδιάρικο «Τσου». Η δασκάλα πρόσεξε ότι το κάτω μέρος του πακέτου έσταζε. Πήρε λοιπόν μια-δυο σταγόνες με το δάκτυλό της και αφού τις δοκίμασε προσεκτικά, είπε: – «To βρήκα! Είναι κρασί.», είπε η δασκάλα. Όταν όμως ο Πετράκης της είπε ότι πάλι κάνει λάθος παραιτήθηκε από την προσπάθεια λέγοντας: – «Ε! δεν ξέρω, ας το πάρει το ποτάμι. Τι είναι;» Και ο μικρός Πετράκης της απάντησε ναζιάρικα: «Είναι ένα σκυλάκι κυρία»!